σκορδίνημα

σκορδίνημα
σκορδῐν-ημα, ατος, τό,
A stretching, Hp.Epid.2.3.1; also [suff] σκορδῐν-ησμός, , ib.6.5.1 ([suff] σκορδῐν-ισμός codd., as in Gal.17(2).244).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκορδίνημα — stretching neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκορδίνημα — και κορδίνημα, τὸ, Α [σκορδινῶμαι] η κατάσταση τού σκορδινῶμαι*, το τέντωμα τών άκρων τού σώματος …   Dictionary of Greek

  • κορδίνημα — κορδίνημα, τὸ (Α) βλ. σκορδίνημα …   Dictionary of Greek

  • σκορδινησμός — και σκορδινισμός, ὁ, Α το σκορδίνημα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκορδινῶμαι, κατά τα αρσ. σε σμός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”